- μεγαλοφυῶς
- μεγαλοφυήςof noble natureadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαλοφυής — ές (ΑM μεγαλοφυής, ές) 1. αυτός που είναι προικισμένος από τη φύση με εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες και τού οποίου τα δημιουργικά επιτεύγματα διακρίνονται για την πρωτοτυπία και τη διαχρονική και υψηλής στάθμης αξία τους (α. «μεγαλοφυής… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
ՄԵԾԱԲՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0234 Chronological Sequence: Unknown date մ. μεγαλοφυῶς laute. Մեծ գոլով բնաբար կամ ʼի բնէ. վայելչապէս. գեղեցիկ. *Զմարմնական եւ զառ ʼի բազմաց մեծաբնաբար զուգահիւսեալ տեսակաց եւ բնութեանց. Մաքս. եկեղ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)